- ὁμόγλωττος
- ὁμόγλωσσοςspeaking the same tonguemasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόγλωσσος — η, ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, ον) αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό γλωσσος] … Dictionary of Greek
ՄԻԱԼԵԶՈՒ — ( ) NBH 2 0264 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ὀμόγλωττος qui eadem lingua utitur, ejusdem linguae. Որոց լեզուն է մի. միաբարբառ. *Միատոհմ միալեզու ազգի բազմացելոյ: Քակեցին զմիալեզու միաբանութեանն իւրեանց շինութիւն. Ագաթ.: *Մի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)